σπουδαστικός

σπουδαστικός
-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σπουδαστός]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία τής ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα τής χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπουδαστικός — σπουδαστικός, ή, ό και σπουδαχτικός, ή, ό επίρρ. ά βιαστικός, γρήγορος: Τα ίχνη αλλάζοντας σπουδαχτικά (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδαστικός — zealous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώτερον — σπουδαστικός zealous adverbial comp σπουδαστικός zealous masc acc comp sg σπουδαστικός zealous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικοί — σπουδαστικός zealous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστική — σπουδαστικός zealous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικῶς — σπουδαστικός zealous adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώτατος — σπουδαστικός zealous masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώτεροι — σπουδαστικός zealous masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώς — Α επίρρ. βλ. σπουδαστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”